αυθορμητισμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυθορμητισμός < αυθόρμητος + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική spontanéité)[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυθορμητισμός αρσενικό
- το να είναι κάποιος αυθόρμητος, η ιδιότητα του αυθόρμητου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυθορμητισμός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αυθορμητισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)