αυλαία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυλαία | οι | αυλαίες |
γενική | της | αυλαίας | των | αυλαιών |
αιτιατική | την | αυλαία | τις | αυλαίες |
κλητική | αυλαία | αυλαίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυλαία < (ελληνιστική κοινή) αὐλαία < αρχαία ελληνική αὐλή < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ew- (διανυκτερεύω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυλαία θηλυκό
- (θέατρο) βαριά κουρτίνα που χωρίζει τη σκηνή ενός θεάτρου από το χώρο των θεατών
- (κατʼ επέκταση) το τέλος κάποιας θεατρικής πράξης, κατά το οποίο κατεβαίνει η εν λόγω κουρτίνα
- (κατʼ επέκταση) η αρχή κάποιας θεατρικής πράξης, κατά το οποίο ανεβαίνει η εν λόγω κουρτίνα
- (μεταφορικά) το τέλος μιας υπόθεσης ή κατάστασης
- (μεταφορικά) η απαρχή εξελίξεων σε μία υπόθεση ή κατάσταση
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αυλή