αυλακωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυλακωμένος η αυλακωμένη το αυλακωμένο
      γενική του αυλακωμένου της αυλακωμένης του αυλακωμένου
    αιτιατική τον αυλακωμένο την αυλακωμένη το αυλακωμένο
     κλητική αυλακωμένε αυλακωμένη αυλακωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυλακωμένοι οι αυλακωμένες τα αυλακωμένα
      γενική των αυλακωμένων των αυλακωμένων των αυλακωμένων
    αιτιατική τους αυλακωμένους τις αυλακωμένες τα αυλακωμένα
     κλητική αυλακωμένοι αυλακωμένες αυλακωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

αυλακωμένος




Μεταφράσεις[επεξεργασία]