αυλοκόλακας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυλοκόλακας οι αυλοκόλακες
      γενική του αυλοκόλακα των αυλοκολάκων
    αιτιατική τον αυλοκόλακα τους αυλοκόλακες
     κλητική αυλοκόλακα αυλοκόλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυλοκόλακας < αυλή (ο περίγυρος βασιλιά ή άλλου επιφανούς προσώπου ) + -ο- + κόλακας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυλοκόλακας αρσενικό

  1. αυτός που κολακεύει τη βασιλική αυλή, το βασιλιά ή τους αυλικούς
  2. (κατ’ επέκταση) αυτός που κολακεύει κάποια ισχυρά (πολιτικά) πρόσωπα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]