αυλόδουλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αυλόδουλος, -η, -ο
- που φέρεται με δουλοπρέπεια προς τη βασιλική αυλή, το βασιλιά ή τους αυλικούς