αυλόδουλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυλόδουλος η αυλόδουλη το αυλόδουλο
      γενική του αυλόδουλου της αυλόδουλης του αυλόδουλου
    αιτιατική τον αυλόδουλο την αυλόδουλη το αυλόδουλο
     κλητική αυλόδουλε αυλόδουλη αυλόδουλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυλόδουλοι οι αυλόδουλες τα αυλόδουλα
      γενική των αυλόδουλων των αυλόδουλων των αυλόδουλων
    αιτιατική τους αυλόδουλους τις αυλόδουλες τα αυλόδουλα
     κλητική αυλόδουλοι αυλόδουλες αυλόδουλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυλόδουλος < αυλή + -ο- + δούλος

Επίθετο[επεξεργασία]

αυλόδουλος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]