αυλόθυρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυλόθυρα | οι | αυλόθυρες |
γενική | της | αυλόθυρας | — | |
αιτιατική | την | αυλόθυρα | τις | αυλόθυρες |
κλητική | αυλόθυρα | αυλόθυρες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυλόθυρα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυλόθυρα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αυλόθυρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.