αυνανίζομαι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυνανίζομαι < αυνανισμός < από το όνομα του βιβλικού Αὐνάν
Ρήμα
[επεξεργασία]αυνανίζομαι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυνανίζομαι