αυνανισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυνανισμός οι αυνανισμοί
      γενική του αυνανισμού των αυνανισμών
    αιτιατική τον αυνανισμό τους αυνανισμούς
     κλητική αυνανισμέ αυνανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυνανισμός < από το βιβλικό πρόσωπο Αὐνάν

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /av.na.niˈzmos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Αυνανισμός

αυνανισμός αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]