αυξίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυξίνη οι αυξίνες
      γενική της αυξίνης των αυξινών
    αιτιατική την αυξίνη τις αυξίνες
     κλητική αυξίνη αυξίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυξίνη < αυξάνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυξίνη θηλυκό

  • (βιολογία): γενικό όνομα ουσίας που ρυθμίζει την ανάπτυξη των φυτών τόσο σε βαθμό κυττάρων όσο και σε άλλες λειτουργίες. Η πλέον σημαντική αυξίνη θεωρείται το ινδολοξικό οξύ.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]