αυξανόμενος
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αυξανόμεν
ος
η
αυξανόμεν
η
το
αυξανόμεν
ο
γενική
του
αυξανόμεν
ου
της
αυξανόμεν
ης
του
αυξανόμεν
ου
αιτιατική
τον
αυξανόμεν
ο
την
αυξανόμεν
η
το
αυξανόμεν
ο
κλητική
αυξανόμεν
ε
αυξανόμεν
η
αυξανόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αυξανόμεν
οι
οι
αυξανόμεν
ες
τα
αυξανόμεν
α
γενική
των
αυξανόμεν
ων
των
αυξανόμεν
ων
των
αυξανόμεν
ων
αιτιατική
τους
αυξανόμεν
ους
τις
αυξανόμεν
ες
τα
αυξανόμεν
α
κλητική
αυξανόμεν
οι
αυξανόμεν
ες
αυξανόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
αυξανόμενος
<
αυξάνομαι
Μετοχή
[
επεξεργασία
]
αυξανόμενος, -η, -ο
που
αυξάνεται
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
αυξανόμενος
γαλλικά
:
croissant
(fr)
Κατηγορίες
:
Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Μετοχές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες