αυξομειώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυξομειώνω < (ελληνιστική κοινήαὐξομειόω / αὐξομειῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

αυξομειώνω (παθητική φωνή: αυξομειώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]