αυξορρύθμιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυξορρύθμιση οι αυξορρυθμίσεις
      γενική της αυξορρύθμισης των αυξορρυθμίσεων
    αιτιατική την αυξορρύθμιση τις αυξορρυθμίσεις
     κλητική αυξορρύθμιση αυξορρυθμίσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυξορρύθμιση (νεολογισμός) < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυξορρύθμιση θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]