αυταδέλφισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυταδέλφισσα < αυτάδελφος + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυταδέλφισσα θηλυκό και αυταδέλφη
- → δείτε τη λέξη αυτάδελφος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυταδέλφισσα
|