αυτανάφλεξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτανάφλεξη | οι | αυταναφλέξεις |
γενική | της | αυτανάφλεξης | των | αυταναφλέξεων |
αιτιατική | την | αυτανάφλεξη | τις | αυταναφλέξεις |
κλητική | αυτανάφλεξη | αυταναφλέξεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτανάφλεξη < αυτ- + ανάφλεξη, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autoignition[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ftaˈna.fle.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐τα‐νά‐φλε‐ξη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυτανάφλεξη θηλυκό
- (μηχανολογία) ανάφλεξη χωρίς εξωτερική πηγή θερμότητας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αυταναφλέγομαι
- → δείτε τις λέξεις αυτός, αναφλέγω και φλόγα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτανάφλεξη
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αυτανάφλεξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αυτ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μηχανολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)