Μετάβαση στο περιεχόμενο

αυτεμβόλιο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αυτεμβόλιο τα αυτεμβόλια
      γενική του αυτεμβόλιου
& αυτεμβολίου
των αυτεμβόλιων
& αυτεμβολίων
    αιτιατική το αυτεμβόλιο τα αυτεμβόλια
     κλητική αυτεμβόλιο αυτεμβόλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αυτεμβόλιο < αυτο- + εμβόλιο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autovaccine)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αυτεμβόλιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]