αυτεμβόλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αυτεμβόλιο | τα | αυτεμβόλια |
γενική | του | αυτεμβόλιου & αυτεμβολίου |
των | αυτεμβόλιων & αυτεμβολίων |
αιτιατική | το | αυτεμβόλιο | τα | αυτεμβόλια |
κλητική | αυτεμβόλιο | αυτεμβόλια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτεμβόλιο < αυτο- + εμβόλιο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autovaccine)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυτεμβόλιο ουδέτερο
- (ιατρική) εμβόλιο που παρασκευάζεται με την καλλιέργεια του νοσογόνου μικροβίου, το οποίο λαμβάνεται απ’ τον ίδιο τον ασθενή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτεμβόλιο