αυτεξήγητο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτεξήγητο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αυτεξήγητος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-explanatory)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτεξήγητο ουδέτερο
- (λόγιο) αυτό που είναι δυνατόν να εξηγηθεί από μόνο του
- ※ Βάσει διεθνούς δικαίου η Ελλάδα μπορεί να έχει το δίκιο με το μέρος της, πολιτικά όμως τα πράγματα δυσκολεύουν. Το ερώτημα ποιος μπορεί να διεκδικεί θαλάσσιες περιοχές και περιοχές εξόρυξης είναι σύνθετο και οι θέσεις είναι εκ των πραγμάτων ασυμβίβαστες. Το δε πλέγμα συμφερόντων των χωρών που υποστηρίζουν την Ελλάδα είναι αυτεξήγητο: ο λόγος για τον αγωγό Eastmed που θα μεταφέρει φυσικό αέριο από την Αίγυπτο και το Ισραήλ στην Ευρώπη μέσω Ελλάδας και Κύπρου. Σε όλα αυτά η διψασμένη για αέριο Τουρκία αισθάνεται στο περιθώριο. Μαζί με τη Λιβύη άρχισε να επαναχαράσσει θαλάσσια σύνορα και οικονομικές ζώνες. (*)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτεξήγητο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)