αυτεπαγωγέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτεπαγωγέας οι αυτεπαγωγείς
      γενική του αυτεπαγωγέα των αυτεπαγωγέων
    αιτιατική τον αυτεπαγωγέα τους αυτεπαγωγείς
     κλητική αυτεπαγωγέα αυτεπαγωγείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτεπαγωγέας (αυτο-) αυτ- + επαγωγή (< (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autoinducer [όρος του 1970])

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτεπαγωγέας θηλυκό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]