αυτεπαγωγέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτεπαγωγέας (αυτο-) αυτ- + επαγωγή (< (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autoinducer [όρος του 1970])
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτεπαγωγέας θηλυκό
- (νεολογισμός) (βιοχημεία) κάθε εξωκυτταρική ουσία (μόρια σηματοδότησης) που παράγεται από βακτήρια, στο πλαίσιο διαδικασίας επικοινωνίας των βακτηριακών κυττάρων
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- δεν πρέπει να συγχέεται με το φαινόμενο της αυτεπαγωγής στη φυσική (ηλεκτρολογία)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτεπαγωγέας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αμφορέας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αυτ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Βιοχημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)