αυτεπαρκής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτεπαρκής η αυτεπαρκής το αυτεπαρκές
      γενική του αυτεπαρκούς* της αυτεπαρκούς του αυτεπαρκούς
    αιτιατική τον αυτεπαρκή την αυτεπαρκή το αυτεπαρκές
     κλητική αυτεπαρκή(ς) αυτεπαρκής αυτεπαρκές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτεπαρκείς οι αυτεπαρκείς τα αυτεπαρκή
      γενική των αυτεπαρκών των αυτεπαρκών των αυτεπαρκών
    αιτιατική τους αυτεπαρκείς τις αυτεπαρκείς τα αυτεπαρκή
     κλητική αυτεπαρκείς αυτεπαρκείς αυτεπαρκή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτεπαρκής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

αυτεπαρκής, -ής, -ές

  • ο αυτάρκης
    ※  πρός απόλαυση δηλαδή καθαρά πνευματική, αυτονομημένη κι αυτεπαρκή (Κωνσταντίνος Καβάφης, Ήρκος Αποστολίδης, Ρένος Αποστολίδης, Στάντης Αποστολίδης, Άπαντα τα δημοσιευμένα ποιήματα: Κωνσταντίνος Καβάφης, εκδ. Τα Νέα Ελληνικά, 2002, σελ. 313)
    ※  προκειμένου ο φοιτητής να καταλήξει να κρίνει μόνος του αν είναι αυτεπαρκής (Πηνελόπη Κικιλίντζα, μεταπτυχιακή εργασία, Σύγκριση της εκπαιδευτικής ποιότητας που αντιλαμβάνονται οι φοιτητές δυο ξενόγλωσσων τμημάτων. Ανάπτυξη εργαλείου αξιολόγησης της ικανοποίησης φοιτητών ξενόγλωσσων τμημάτων , ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, Φεβρουάριος 2015, σελ. 119)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]