αυτοάπειρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοάπειρος η αυτοάπειρη το αυτοάπειρο
      γενική του αυτοάπειρου της αυτοάπειρης του αυτοάπειρου
    αιτιατική τον αυτοάπειρο την αυτοάπειρη το αυτοάπειρο
     κλητική αυτοάπειρε αυτοάπειρη αυτοάπειρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοάπειροι οι αυτοάπειρες τα αυτοάπειρα
      γενική των αυτοάπειρων των αυτοάπειρων των αυτοάπειρων
    αιτιατική τους αυτοάπειρους τις αυτοάπειρες τα αυτοάπειρα
     κλητική αυτοάπειροι αυτοάπειρες αυτοάπειρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοάπειρος < αυτό- + άπειρος

Επίθετο[επεξεργασία]

αυτοάπειρος, -η, -ο

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Γεωργίου του Παχυμέρη, παράφρασις εια τα του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου.. (Ψευδο-Διονύσιος Αρειπαγίτης), excudebat Guil. Morelius, in Graecis typographus Regius, 1561

Μεταφράσεις[επεξεργασία]