αυτοέλεγχος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ftoˈe.leŋ.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐έ‐λεγ‐χος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυτοέλεγχος αρσενικό
- ο έλεγχος πάνω στον εαυτό μας, η αυτοσυγκράτηση, η αυτοκυριαρχία
- ο έλεγχος από εμάς τους ίδιους των δικών μας πράξεων για λάθη ή παραλείψεις
- η δική μας αποδοκιμασία για λάθη και παραλείψεις μας, ο έλεγχος από τη συνείδησή μας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοέλεγχος
|