αυτοαναιρούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοαναιρούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα αυτοαναιρούμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
αυτοαναιρούμενος, -η, -ο
- αυτός που αυτοαναιρείται, που αναιρεί τον εαυτό του
- Φάσκετε και αντιφάσκετε, όσα λέτε είναι αυτοαναιρούμενα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοαναιρούμενος