αυτοανακηρυγμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοανακηρυγμένος η αυτοανακηρυγμένη το αυτοανακηρυγμένο
      γενική του αυτοανακηρυγμένου της αυτοανακηρυγμένης του αυτοανακηρυγμένου
    αιτιατική τον αυτοανακηρυγμένο την αυτοανακηρυγμένη το αυτοανακηρυγμένο
     κλητική αυτοανακηρυγμένε αυτοανακηρυγμένη αυτοανακηρυγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοανακηρυγμένοι οι αυτοανακηρυγμένες τα αυτοανακηρυγμένα
      γενική των αυτοανακηρυγμένων των αυτοανακηρυγμένων των αυτοανακηρυγμένων
    αιτιατική τους αυτοανακηρυγμένους τις αυτοανακηρυγμένες τα αυτοανακηρυγμένα
     κλητική αυτοανακηρυγμένοι αυτοανακηρυγμένες αυτοανακηρυγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοανακηρυγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αυτοανακηρύσσομαι

Μετοχή[επεξεργασία]

αυτοανακηρυγμένος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]