αυτοανοσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοανοσία οι αυτοανοσίες
      γενική της αυτοανοσίας των αυτοανοσιών
    αιτιατική την αυτοανοσία τις αυτοανοσίες
     κλητική αυτοανοσία αυτοανοσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοανοσία < αυτοάνοσος + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autoimmunity)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτοανοσία θηλυκό

  • (ιατρική) νοσηρή διαταραχή του ανοσοποιητικού συστήματος κατά την οποία κάποιος οργανισμός αντιμετωπίζει δικά του στοιχεία ως ξένα και επιτίθεται ουσιαστικά στον εαυτό του (στους ιστούς ή τα όργανά του)
    ※ Στους ανθρώπους που έχουν αυτοανοσία, όμως, το ανοσολογικό σύστημα χάνει το “γνώθι σαυτόν”, σταματά δηλαδή να αναγνωρίζει ένα ή περισσότερα από τα φυσιολογικά συστατικά του οργανισμού ως “εαυτό” και αναπτύσσει διάφορους μηχανισμούς (ένας είναι τα αυτοαντισώματα) που εάν επιτεθούν στον εαυτό μας προκύπτουν τα αυτοάνοσα νοσήματα. Ευτυχώς, μόνο κάποιοι από τους μηχανισμούς του ανοσολογικού (όχι όλοι), χάνουν το “γνώθι σαυτόν” και ευτυχώς οι υπόλοιποι τους κρατούν σε αδράνεια. Έτσι, δεν προκύπτει νόσημα.
    Αυτοάνοσα νοσήματα, μια σύγχρονη μάστιγα, 08-10-2017, συντάκτης: Τασούλα Επτακοίλη @kathimerini.gr, ημερομηνία ανάκτησης: 30-05-2023
    ※ Διεγερτικοί και κατασταλτικοί μηχανισμοί συνυπάρχουν εξασφαλίζοντας την ομοιόσταση και συνεπώς την υγεία ου ατόμου. Η διαταραχή της ομοιόστασης οδηγεί σε παθολογικές καταστάσεις. Συχνά η διέγερση και η καταστολή αποκλίνουν της φυσιολογικής πορείας. Στις αυτοανοσίες, για παράδειγμα, επικρατεί διέγερση του οργανισμού ενάντια στα εαυτά στοιχεία και όχι η φυσιολογική ανοχή. Αντίθετα, στη σήψη, επικρατούν ανοσοκατασταλτικοί μηχανισμοί και εμποδίζουν το ανοσοποιητικό σύστημα να δράσει ενάντια σε γενικευμένες μολύνσεις.
    Ανοσορύθμιση, @immunorec.gr, ημερομηνία ανάκτησης: 30-05-2023

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]