αυτοβαθμολόγηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοβαθμολόγηση οι αυτοβαθμολογήσεις
      γενική της αυτοβαθμολόγησης των αυτοβαθμολογήσεων
    αιτιατική την αυτοβαθμολόγηση τις αυτοβαθμολογήσεις
     κλητική αυτοβαθμολόγηση αυτοβαθμολογήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοβαθμολόγηση < αυτο- + βαθμολόγηση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτοβαθμολόγηση θηλυκό

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]