αυτοβελτίωση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοβελτίωση | οι | αυτοβελτιώσεις |
γενική | της | αυτοβελτίωσης | των | αυτοβελτιώσεων |
αιτιατική | την | αυτοβελτίωση | τις | αυτοβελτιώσεις |
κλητική | αυτοβελτίωση | αυτοβελτιώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.fto.velˈti.o.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐βελ‐τί‐ω‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυτοβελτίωση θηλυκό
- (νεολογισμός, ψυχολογία) τεχνική βελτίωσης του ανθρώπινου χαρακτήρα
- ⮡ βιβλίο αυτοβελτίωσης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοβελτίωση
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αυτο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)