αυτογυναικοφιλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτογυναικοφιλία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική autogynephilia
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτογυναικοφιλία θηλυκό
- (ψυχιατρική, νεολογισμός, σπάνιο) παραφιλική τάση ενός αρσενικού ατόμου να διεγείρεται σεξουαλικά από την ιδέα πως είναι γυναίκα, η οποία διαμορφώνει και μια θεωρία γύρω από τη βάση της παρενδυσίας (τρανσβεστισμός), καθώς και ορισμένους τύπους διεμφυλικότητας (τρανσεξουαλισμός) από άνδρα σε γυναίκα[1]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτογυναικοφιλία
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Βλ. Anne A. Lawrence, «Autogynephilia: an underappreciated paraphilia», Advances in Psychosomatic Medicine 31 (2011), σσ. 135-48 [1]: «Autogynephilia is defined as a male's propensity to be sexually aroused by the thought of himself as a female. It is the paraphilia that is theorized to underlie transvestism and some forms of male-to-female (MtF) transsexualism. Autogynephilia encompasses sexual arousal with cross-dressing and cross-gender expression that does not involve women's clothing per se. The concept of autogynephilia defines a typology of MtF transsexualism and offers a theory of motivation for one type of MtF transsexualism».
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχιατρική (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)