αυτοδεσμεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αυτοδεσμεύομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αυτοδεσμεύω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτοδεσμεύομαι | αυτοδεσμευόμουν(α) | θα αυτοδεσμεύομαι | να αυτοδεσμεύομαι | ||
β' ενικ. | αυτοδεσμεύεσαι | αυτοδεσμευόσουν(α) | θα αυτοδεσμεύεσαι | να αυτοδεσμεύεσαι | (αυτοδεσμεύου) | |
γ' ενικ. | αυτοδεσμεύεται | αυτοδεσμευόταν(ε) | θα αυτοδεσμεύεται | να αυτοδεσμεύεται | ||
α' πληθ. | αυτοδεσμευόμαστε | αυτοδεσμευόμαστε αυτοδεσμευόμασταν |
θα αυτοδεσμευόμαστε | να αυτοδεσμευόμαστε | ||
β' πληθ. | αυτοδεσμεύεστε | αυτοδεσμευόσαστε αυτοδεσμευόσασταν |
θα αυτοδεσμεύεστε | να αυτοδεσμεύεστε | (αυτοδεσμεύεστε) | |
γ' πληθ. | αυτοδεσμεύονται | αυτοδεσμεύονταν αυτοδεσμευόντουσαν |
θα αυτοδεσμεύονται | να αυτοδεσμεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτοδεσμεύτηκα | θα αυτοδεσμευτώ | να αυτοδεσμευτώ | αυτοδεσμευτεί | ||
β' ενικ. | αυτοδεσμεύτηκες | θα αυτοδεσμευτείς | να αυτοδεσμευτείς | αυτοδεσμεύσου | ||
γ' ενικ. | αυτοδεσμεύτηκε | θα αυτοδεσμευτεί | να αυτοδεσμευτεί | |||
α' πληθ. | αυτοδεσμευτήκαμε | θα αυτοδεσμευτούμε | να αυτοδεσμευτούμε | |||
β' πληθ. | αυτοδεσμευτήκατε | θα αυτοδεσμευτείτε | να αυτοδεσμευτείτε | αυτοδεσμευτείτε | ||
γ' πληθ. | αυτοδεσμεύτηκαν αυτοδεσμευτήκαν(ε) |
θα αυτοδεσμευτούν(ε) | να αυτοδεσμευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυτοδεσμευτεί | είχα αυτοδεσμευτεί | θα έχω αυτοδεσμευτεί | να έχω αυτοδεσμευτεί | αυτοδεσμευμένος | |
β' ενικ. | έχεις αυτοδεσμευτεί | είχες αυτοδεσμευτεί | θα έχεις αυτοδεσμευτεί | να έχεις αυτοδεσμευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυτοδεσμευτεί | είχε αυτοδεσμευτεί | θα έχει αυτοδεσμευτεί | να έχει αυτοδεσμευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτοδεσμευτεί | είχαμε αυτοδεσμευτεί | θα έχουμε αυτοδεσμευτεί | να έχουμε αυτοδεσμευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυτοδεσμευτεί | είχατε αυτοδεσμευτεί | θα έχετε αυτοδεσμευτεί | να έχετε αυτοδεσμευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτοδεσμευτεί | είχαν αυτοδεσμευτεί | θα έχουν αυτοδεσμευτεί | να έχουν αυτοδεσμευτεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοδεσμεύομαι
|