αυτοδημιούργητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αυτοδημιούργητος, -η, -ο
- που κατάφερε να επιτύχει στη ζωή του σε διάφορους τομείς (οικονομικό, κοινωνικό κ.λπ.) βασιζόμενος μόνο στις δικές του δυνάμεις κι όχι σε άλλους
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αυτοδημιούργημα
- αυτοδημιουργία
- αυτοδημιουργούμαι
- αυτοδημιουργώ
- → δείτε τις λέξεις αυτός, δημιουργώ, δήμος και έργο