αυτοδιαψεύδομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοδιαψεύδομαι < αυτο- + διαψεύδομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

αυτοδιαψεύδομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]