αυτοεξορία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.fto.e.ksoˈɾi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοεξορία θηλυκό
- η ηθελημένη απομάκρυνση κάποιου από την πατρίδα του για προσωπικούς ή και κοινωνικοπολιτικούς λόγους
- κατά τη διάρκεια της αυτοεξορίας του δεν έπαψε να παρακολουθεί τις εξελίξεις στη χώρα του
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοεξορία