αυτοεπενδυόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοεπενδυόμενος < αυτο- + επενδυόμενος
Μετοχή[επεξεργασία]
αυτοεπενδυόμενος, -η, -ο
- που επενδύεται από μόνος του
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοεπενδυόμενος
|