αυτοθυσιαζόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοθυσιαζόμενος η αυτοθυσιαζόμενη το αυτοθυσιαζόμενο
      γενική του αυτοθυσιαζόμενου της αυτοθυσιαζόμενης του αυτοθυσιαζόμενου
    αιτιατική τον αυτοθυσιαζόμενο την αυτοθυσιαζόμενη το αυτοθυσιαζόμενο
     κλητική αυτοθυσιαζόμενε αυτοθυσιαζόμενη αυτοθυσιαζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοθυσιαζόμενοι οι αυτοθυσιαζόμενες τα αυτοθυσιαζόμενα
      γενική των αυτοθυσιαζόμενων των αυτοθυσιαζόμενων των αυτοθυσιαζόμενων
    αιτιατική τους αυτοθυσιαζόμενους τις αυτοθυσιαζόμενες τα αυτοθυσιαζόμενα
     κλητική αυτοθυσιαζόμενοι αυτοθυσιαζόμενες αυτοθυσιαζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

αυτοθυσιαζόμενος




Μεταφράσεις[επεξεργασία]