αυτοκατανόηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοκατανόηση | οι | αυτοκατανοήσεις |
γενική | της | αυτοκατανόησης* | των | αυτοκατανοήσεων |
αιτιατική | την | αυτοκατανόηση | τις | αυτοκατανοήσεις |
κλητική | αυτοκατανόηση | αυτοκατανοήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοκατανοήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοκατανόηση < αυτοκατανοούμαι + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοκατανόηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αυτοκατανοούμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοκατανόηση
|