αυτοκαταργούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.fto.ka.taɾˈɣu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐κα‐ταρ‐γού‐μαι
ομόηχο: αυτοκαταργούμε

Ρήμα[επεξεργασία]

αυτοκαταργούμαι, π.αόρ.: αυτοκαταργήθηκα, μτχ.π.π.: αυτοκαταργημένος

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]