αυτοκατοπτρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοκατοπτρισμός < αυτο- + κατοπτρισμός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική self‐reflexivity
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοκατοπτρισμός[1] αρσενικό
- (λογοτεχνία, λόγιο) η άμεση ή έμμεση αναφορά του συγγραφέα ενός (λογοτεχνικού) έργου στο συγκεκριμένο κείμενό του ή σε άλλο προγενέστερο
- ※ Εάν μαζί με τα προηγούμενα ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια όχι μόνο παραλαμβάνουν αλλά και προάγουν τις ήδη εξελιγμένες τεχνικές της προφορικής επικής σύνθεσης, καθίσταται σαφής η αιτία της ευρείας και πολυεδρικής ποιητικής τους, όπου κύρια γνωρίσματα συνιστούν ο διακειμενικός κατοπτρισμός και ο αυτοκατοπτρισμός. (* εφημερίδα Αυγή, 22.06.2019])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοκατοπτρισμός
[επεξεργασία]
- ↑ αυτοκατοπτρισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αυτο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνία (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)