αυτοκινητιστικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτοκινητιστικός < αυτοκινητιστής + -ικός
- αυτοκινητιστικός < αυτοκίνητο + -ιστικός
- αυτοκινητιστικός < αυτοκίνηση + -ιστικός
Επίθετο
[επεξεργασία]αυτοκινητιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον αυτοκινητιστή ή αναφέρεται σʼ αυτόν
- που έχει σχέση με το αυτοκίνητο ή αναφέρεται σʼ αυτό
- άλλες μορφές: αυτοκινητικός
- που έχει σχέση με την αυτοκίνηση ή αναφέρεται σʼ αυτή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αυτοκίνητο, αυτός και κινώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοκινητιστικός