αυτοκλήτως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοκλήτως < αυτόκλητος + -ως < αρχαία ελληνική αὐτόκλητος
Επίρρημα[επεξεργασία]
αυτοκλήτως
- (λόγιο) άλλη μορφή του αυτόκλητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοκλήτως
|