αυτοκρατορία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοκρατορία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αὐτοκρατορία < αὐτοκράτωρ
- για τα κράτη αυτοκρατορίας < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική empire
- για την οικονομική επιχείρηση < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική empire[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.fto.kɾa.toˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐κρα‐το‐ρί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοκρατορία θηλυκό
- η εξουσία του αυτοκράτορα
- κράτος ή σύνολο κρατών τα οποία υπάγονται στην εξουσία ενός αυτοκράτορα
- ελληνική αυτοκρατορία, κινέζικη αυτοκρατορία, ρωμαϊκή αυτοκρατορία
- (μεταφορικά) πολύ μεγάλη οικονομική επιχείρηση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοκρατορία
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αυτοκρατορία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)