αυτοκτονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | αυτοκτονία | αυτοκτονίες |
γενική | αυτοκτονίας | αυτοκτονιών |
αιτιατική | αυτοκτονία | αυτοκτονίες |
κλητική | αυτοκτονία | αυτοκτονίες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /af.tɔ.ktɔ.ˈni.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοκτονία θηλυκό
- η πράξη με την οποία κάποιος βάζει ο ίδιος τέρμα στη ζωή του
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοκτονία