αυτοκόλλητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοκόλλητος η αυτοκόλλητη το αυτοκόλλητο
      γενική του αυτοκόλλητου της αυτοκόλλητης του αυτοκόλλητου
    αιτιατική τον αυτοκόλλητο την αυτοκόλλητη το αυτοκόλλητο
     κλητική αυτοκόλλητε αυτοκόλλητη αυτοκόλλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοκόλλητοι οι αυτοκόλλητες τα αυτοκόλλητα
      γενική των αυτοκόλλητων των αυτοκόλλητων των αυτοκόλλητων
    αιτιατική τους αυτοκόλλητους τις αυτοκόλλητες τα αυτοκόλλητα
     κλητική αυτοκόλλητοι αυτοκόλλητες αυτοκόλλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοκόλλητος < αυτο- + κολλώ + -τος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-sticking)

Επίθετο[επεξεργασία]

αυτοκόλλητος

  1. που κολλά από μόνος του, χωρίς χρήση επιπλέον κόλλας
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αυτοκόλλητο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]