αυτοκόλλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοκόλλητος < αυτο- + κολλώ + -τος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-sticking)
Επίθετο[επεξεργασία]
αυτοκόλλητος
- που κολλά από μόνος του, χωρίς χρήση επιπλέον κόλλας
- (ουσιαστικοποιημένο) αυτοκόλλητο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αυτοκόλληση
- αυτοκόλλητο
- → δείτε τις λέξεις αυτός και κόλλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοκόλλητος