αυτομολώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτομολώ < αρχαία ελληνική αὐτομολῶ < αυτο- + μολών: μετοχή αορίστου του ρήματος βλώσκω (έρχομαι, πορεύομαι) έμολον, μολών, εξ ου και "μολών λαβέ"

Ρήμα[επεξεργασία]

αυτομολώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]