αυτοονομασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοονομασμένος η αυτοονομασμένη το αυτοονομασμένο
      γενική του αυτοονομασμένου της αυτοονομασμένης του αυτοονομασμένου
    αιτιατική τον αυτοονομασμένο την αυτοονομασμένη το αυτοονομασμένο
     κλητική αυτοονομασμένε αυτοονομασμένη αυτοονομασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοονομασμένοι οι αυτοονομασμένες τα αυτοονομασμένα
      γενική των αυτοονομασμένων των αυτοονομασμένων των αυτοονομασμένων
    αιτιατική τους αυτοονομασμένους τις αυτοονομασμένες τα αυτοονομασμένα
     κλητική αυτοονομασμένοι αυτοονομασμένες αυτοονομασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

αυτοονομασμένος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]


Μεταφράσεις[επεξεργασία]