αυτοπαγιδεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοπαγιδεύομαι < αυτο- + παγιδεύομαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.fto.pa.ʝiˈðe.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐πα‐γι‐δεύ‐ο‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

αυτοπαγιδεύομαι, π.αόρ.: αυτοπαγιδεύτηκα, μτχ.π.π.: αυτοπαγιδευμένος (αποθετικό ρήμα)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr