αυτοπαλινδρόμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοπαλινδρόμηση | οι | αυτοπαλινδρομήσεις |
γενική | της | αυτοπαλινδρόμησης* | των | αυτοπαλινδρομήσεων |
αιτιατική | την | αυτοπαλινδρόμηση | τις | αυτοπαλινδρομήσεις |
κλητική | αυτοπαλινδρόμηση | αυτοπαλινδρομήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοπαλινδρομήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοπαλινδρόμηση < αυτο- + παλινδρόμηση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autoregression
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοπαλινδρόμηση θηλυκό
- (μαθηματικά, στατιστική) η χρήση σταθμισμένου δείγματος δεδομένων από προηγούμενες μετρήσεις για την πρόβλεψη μελλοντικών αποτελεσμάτων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοπαλινδρόμηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αυτο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)