αυτοπεριορισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοπεριορισμός οι αυτοπεριορισμοί
      γενική του αυτοπεριορισμού των αυτοπεριορισμών
    αιτιατική τον αυτοπεριορισμό τους αυτοπεριορισμούς
     κλητική αυτοπεριορισμέ αυτοπεριορισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοπεριορισμός < αυτο- + περιορισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική self-limitation)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.fto.pe.ɾi.o.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐πε‐ρι‐ο‐ρι‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτοπεριορισμός αρσενικό

  1. η αυτοσυγκράτηση
  2. ο αυτοεγκλεισμός, ο αυτόβουλος περιορισμός σε συγκεκριμένο χώρο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]