αυτοπραγμάτωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοπραγμάτωση | οι | αυτοπραγματώσεις |
γενική | της | αυτοπραγμάτωσης* | των | αυτοπραγματώσεων |
αιτιατική | την | αυτοπραγμάτωση | τις | αυτοπραγματώσεις |
κλητική | αυτοπραγμάτωση | αυτοπραγματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοπραγματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοπραγμάτωση < αυτο- + πραγματώνομαι + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοπραγμάτωση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αυτοπραγματώνομαι, η πραγματοποίηση των πνευματικών, ψυχικών και σωματικών δυνατοτήτων του ανθρώπου, καθώς και η αίσθηση της πληρότητας-εσωτερική ισορροπία- που δημιουργείται ως ακόλουθο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοπραγμάτωση
|