αυτοπροωθούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοπροωθούμενος < αυτο- + προωθούμενος
Μετοχή[επεξεργασία]
αυτοπροωθούμενος
- που προωθείται από μόνος του
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αυτοπροώθηση
- → δείτε τις λέξεις αυτός, προωθώ και ωθώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοπροωθούμενος