αυτοπροωθούμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοπροωθούμενος η αυτοπροωθούμενη το αυτοπροωθούμενο
      γενική του αυτοπροωθούμενου της αυτοπροωθούμενης του αυτοπροωθούμενου
    αιτιατική τον αυτοπροωθούμενο την αυτοπροωθούμενη το αυτοπροωθούμενο
     κλητική αυτοπροωθούμενε αυτοπροωθούμενη αυτοπροωθούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοπροωθούμενοι οι αυτοπροωθούμενες τα αυτοπροωθούμενα
      γενική των αυτοπροωθούμενων των αυτοπροωθούμενων των αυτοπροωθούμενων
    αιτιατική τους αυτοπροωθούμενους τις αυτοπροωθούμενες τα αυτοπροωθούμενα
     κλητική αυτοπροωθούμενοι αυτοπροωθούμενες αυτοπροωθούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοπροωθούμενος < αυτο- + προωθούμενος

Μετοχή[επεξεργασία]

αυτοπροωθούμενος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]