αυτοπρόσωπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοπρόσωπα < αυτοπρόσωπος + -α < αρχαία ελληνική αὐτοπρόσωπος < αὐτός + πρόσωπον
Επίρρημα[επεξεργασία]
αυτοπρόσωπα
- (σπάνιο) άλλη μορφή του αυτοπροσώπως
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοπρόσωπα
|