αυτοπυροβολούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοπυροβολούμαι < αυτο- + πυροβολούμαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.fto.pi.ɾo.voˈlu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐πυ‐ρο‐βο‐λού‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
αυτοπυροβολούμαι
- (νεολογισμός) πυροβολώ εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου
- ※ Αυτοπυροβολήθηκε με τον κλασικό τρόπο, στηρίζοντας την κάννη στο στήθος και πιέζοντας τη σκανδάλη με την ξιφολόγχη. (Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος Α/Π/ Ελένη [διήγημα])
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτοπυροβολούμαι | αυτοπυροβολούμουν | θα αυτοπυροβολούμαι | να αυτοπυροβολούμαι | ||
β' ενικ. | αυτοπυροβολείσαι | αυτοπυροβολούσουν | θα αυτοπυροβολείσαι | να αυτοπυροβολείσαι | ||
γ' ενικ. | αυτοπυροβολείται | αυτοπυροβολούνταν | θα αυτοπυροβολείται | να αυτοπυροβολείται | ||
α' πληθ. | αυτοπυροβολούμαστε | αυτοπυροβολούμασταν αυτοπυροβολούμαστε |
θα αυτοπυροβολούμαστε | να αυτοπυροβολούμαστε | ||
β' πληθ. | αυτοπυροβολείστε | αυτοπυροβολούσασταν αυτοπυροβολούσαστε |
θα αυτοπυροβολείστε | να αυτοπυροβολείστε | αυτοπυροβολείστε | |
γ' πληθ. | αυτοπυροβολούνται | αυτοπυροβολούνταν | θα αυτοπυροβολούνται | να αυτοπυροβολούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτοπυροβολήθηκα | θα αυτοπυροβοληθώ | να αυτοπυροβοληθώ | αυτοπυροβοληθεί | ||
β' ενικ. | αυτοπυροβολήθηκες | θα αυτοπυροβοληθείς | να αυτοπυροβοληθείς | αυτοπυροβολήσου | ||
γ' ενικ. | αυτοπυροβολήθηκε | θα αυτοπυροβοληθεί | να αυτοπυροβοληθεί | |||
α' πληθ. | αυτοπυροβοληθήκαμε | θα αυτοπυροβοληθούμε | να αυτοπυροβοληθούμε | |||
β' πληθ. | αυτοπυροβοληθήκατε | θα αυτοπυροβοληθείτε | να αυτοπυροβοληθείτε | αυτοπυροβοληθείτε | ||
γ' πληθ. | αυτοπυροβολήθηκαν αυτοπυροβοληθήκαν(ε) |
θα αυτοπυροβοληθούν(ε) | να αυτοπυροβοληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυτοπυροβοληθεί | είχα αυτοπυροβοληθεί | θα έχω αυτοπυροβοληθεί | να έχω αυτοπυροβοληθεί | αυτοπυροβολημένος | |
β' ενικ. | έχεις αυτοπυροβοληθεί | είχες αυτοπυροβοληθεί | θα έχεις αυτοπυροβοληθεί | να έχεις αυτοπυροβοληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυτοπυροβοληθεί | είχε αυτοπυροβοληθεί | θα έχει αυτοπυροβοληθεί | να έχει αυτοπυροβοληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτοπυροβοληθεί | είχαμε αυτοπυροβοληθεί | θα έχουμε αυτοπυροβοληθεί | να έχουμε αυτοπυροβοληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυτοπυροβοληθεί | είχατε αυτοπυροβοληθεί | θα έχετε αυτοπυροβοληθεί | να έχετε αυτοπυροβοληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτοπυροβοληθεί | είχαν αυτοπυροβοληθεί | θα έχουν αυτοπυροβοληθεί | να έχουν αυτοπυροβοληθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοπυροβολούμαι
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα αυτο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρούμαι»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)