αυτοπυρπόληση
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | αυτοπυρπόληση | αυτοπυρπολήσεις |
γενική | αυτοπυρπόλησης & αυτοπυρπολήσεως |
αυτοπυρπολήσεων |
αιτιατική | αυτοπυρπόληση | αυτοπυρπολήσεις |
κλητική | αυτοπυρπόληση | αυτοπυρπολήσεις |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοπυρπόληση < αυτοπυρπολούμαι + -ση (μεταφραστικό δάνειο από την γερμανική Selbstverbrennung)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοπυρπόληση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αυτοπυρπολούμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοπυρπόληση